Main Index: Modern Greek Bible

 

Job 7

[1]
[2]
[3]
[4]
[5]
[6]
[7]
[8]
[9]
[10]
[11]
[12]
[13]
[14]
[15]
[16]
[17]
[18]
[19]
[20]
[21]
[22]
[23]
[24]
[25]
[26]
[27]
[28]
[29]
[30]
[31]
[32]
[33]
[34]
[35]
[36]
[37]
[38]
[39]
[40]
[41]
[42]

JOB 7:1 [] Δεν ειναι εκστρατεια ο βιος του ανθρωπου επι της γης; αι ημεραι αυτου ως ημεραι μισθωτου;

JOB 7:2 Καθως ο δουλος επιποθει την σκιαν, και καθως ο μισθωτος αναμενει τον μισθον αυτου,

JOB 7:3 ουτως εγω ελαβον δια κληρονομιαν μηνας ματαιοτητος, και οδυνηραι νυκτες διωρισθησαν εις εμε.

JOB 7:4 Οταν πλαγιαζω, λεγω, Ποτε θελω εγερθη, και θελει περασει η νυξ; και ειμαι πληρης ανησυχιας εως της αυγης·

JOB 7:5 Η σαρξ μου ειναι περιενδεδυμενη σκωληκας και βωλους χωματος· το δερμα μου διασχιζεται και ρεει.

JOB 7:6 Αι ημεραι μου ειναι ταχυτεραι της κερκιδος του υφαντου, και χανονται ανευ ελπιδος.

JOB 7:7 [] Ενθυμηθητι οτι η ζωη μου ειναι ανεμος· ο οφθαλμος μου δεν θελει επιστρεψει δια να ιδη αγαθον.

JOB 7:8 Ο οφθαλμος του βλεποντος με δεν θελει με ιδει πλεον· οι οφθαλμοι σου ειναι επ’ εμε, και εγω δεν υπαρχω.

JOB 7:9 Καθως το νεφος διαλυεται και χανεται ουτως ο καταβαινων εις τον ταφον δεν θελει επαναβη·

JOB 7:10 δεν θελει επιστρεψει πλεον εις τον οικον αυτου, και ο τοπος αυτου δεν θελει γνωρισει αυτον πλεον.

JOB 7:11 Δια τουτο εγω δεν θελω κρατησει το στομα μου· θελω λαλησει εν τη αγωνια του πνευματος μου· θελω θρηνολογησει εν τη πικρια της ψυχης μου.

JOB 7:12 Θαλασσα ειμαι η κητος, ωστε εθεσας επ’ εμε φυλακην;

JOB 7:13 Οταν λεγω, Η κλινη μου θελει με παρηγορησει, η κοιτη μου θελει ελαφρωσει το παραπονον μου,

JOB 7:14 τοτε με φοβιζεις με ονειρα και με καταπληττεις με ορασεις·

JOB 7:15 και η ψυχη μου εκλεγει αγχονην και θανατον, παρα τα οστα μου.

JOB 7:16 Αηδιασα· δεν θελω ζησει εις τον αιωνα· λειψον απ’ εμου· διοτι αι ημεραι μου ειναι ματαιοτης.

JOB 7:17 [] Τι ειναι ο ανθρωπος, ωστε μεγαλυνεις αυτον, και βαλλεις τον νουν σου επ’ αυτον;

JOB 7:18 Και επισκεπτεσαι αυτον κατα πασαν πρωιαν και δοκιμαζεις αυτον κατα πασαν στιγμην;

JOB 7:19 Εως ποτε δεν θελεις συρθη απ’ εμου και δεν θελεις με αφησει, εως να καταπιω τον σιελον μου;

JOB 7:20 Ημαρτησα· τι δυναμαι να καμω εις σε, διατηρητα του ανθρωπου; δια τι με εθεσας σημαδιον σου, και ειμαι βαρος εις εμαυτον;

JOB 7:21 Και δια τι δεν συγχωρεις την παραβασιν μου και αφαιρεις την ανομιαν μου; διοτι μετ’ ολιγον θελω κοιμασθαι εν τω χωματι· και το πρωι θελεις με ζητησει, και δεν θελω υπαρχει.