Main Index: Modern Greek Bible
Job 30
[1]
[2]
[3]
[4]
[5]
[6]
[7]
[8]
[9]
[10]
[11]
[12]
[13]
[14]
[15]
[16]
[17]
[18]
[19]
[20]
[21]
[22]
[23]
[24]
[25]
[26]
[27]
[28]
[29]
[30]
[31]
[32]
[33]
[34]
[35]
[36]
[37]
[38]
[39]
[40]
[41]
[42]
JOB 30:1 [] Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.
JOB 30:2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;
JOB 30:3 Δι’ ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι· εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον·
JOB 30:4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.
JOB 30:5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι· εφωναζον επ’ αυτους ως κλεπτας.
JOB 30:6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.
JOB 30:7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο· υποκατω των ακανθων συνηγοντο·
JOB 30:8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.
JOB 30:9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.
JOB 30:10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ’ εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.
JOB 30:11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.
JOB 30:12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι· απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ’ εμου τας ολεθριους οδους αυτων.
JOB 30:13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.
JOB 30:14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.
JOB 30:15 [] Τρομοι εστραφησαν επ’ εμε· καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος· και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.
JOB 30:16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου· ημεραι θλιψεως με κατελαβον.
JOB 30:17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.
JOB 30:18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου· με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.
JOB 30:19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.
JOB 30:20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι· ισταμαι, και με παραβλεπεις.
JOB 30:21 Εγεινες ανελεημων προς εμε· δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.
JOB 30:22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον· με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.
JOB 30:23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.
JOB 30:24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.
JOB 30:25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;
JOB 30:26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον· και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.
JOB 30:27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν· ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.
JOB 30:28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου· εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.
JOB 30:29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.
JOB 30:30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ’ εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.
JOB 30:31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.